- παννυχίδα
- παννῡχίδα , παννύχιοςall night longfem acc sgπαννυχίςnight-festivalfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παννυχίδα — Γιορτή που διαρκεί όλη τη νύχτα, αλλά και η ολονύκτια ακολουθία στους χριστιανικούς ναούς την παραμονή μιας μεγάλης γιορτής. Στα μοναστήρια χρησιμοποιείται ο όρος αγρυπνία. Η συνήθεια των π. είναι αρκετά παλιά και φαίνεται να καθιερώθηκαν τον 4o… … Dictionary of Greek
παννυχίδα — η ολονύχτια διασκέδαση, ακολουθία, αγρυπνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
панихида — народн. панахида, панафида, укр. панахида, блр. панахвiда, цслав., др. русск. панихида (с 1390 г.; см. Срезн. II, 874), панафида (Домостр. Заб. 31), понахида (там же, 41). Заимств. из ср. греч. παννυχίδα от παννυχίς всенощная (Фасмер, Гр. сл. эт … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Παναθήναια — I Η μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική γιορτή των αρχαίων Αθηνών. Iδρύθηκε κατά την παράδοση από τον Θησέα και γιορταζόταν τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο Αύγουστο) προς τιμήν της Πολιάδας Αθηνάς. Τα Π. διακρίνονταν σε Μικρά, που γίνονταν κάθε… … Dictionary of Greek
παννυχίς — ίδος, ή, ΜΑ βλ. παννυχίδα … Dictionary of Greek
παννυχικός — ή, όν, Α [παννυχίς] 1. κατάλληλος για παννυχίδα, για ολονυκτία 2. φρ. «κορώνη παννυχική» λεγόταν σκωπτικά για γαστρίμαργο ο οποίος έτρωγε και έπινε όλη τη νύχτα … Dictionary of Greek
παννυχιστής — ό, Α [παννυχίζω] αυτός που αγρυπνά όλη τη νύχτα, που τελεί παννυχίδα, ολονυκτία … Dictionary of Greek
panahidă — PANAHÍDĂ, panahide, s.f. (înv. şi pop.) Parastas (făcut după 40 de zile de la moartea cuiva). ♦ Parte a prohodului care se cântă la scoaterea mortului din casă. – Din sl. panahida. Trimis de valeriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 PANAHÍDĂ s. v.… … Dicționar Român
АНТИФОН — [греч. ἀντίφωνον от ἀντίφωνος звучащий попеременно; лат. antiphona, церковнослав. ], в христ. литургической терминологии псалом с припевом, исполняемый антифонно, т. е. с пением 2 хорами поочередно припева (или стихов псалма; см. также Псалмодия) … Православная энциклопедия